-
1 ερείπιο(ν)
τό1) прям., перен. развалина;καταντώ ( — или γίνομαι) ερείπιο(ν) — превращаться в развалину (о человеке);
2) πλ. руины, развалины;μετατρέπομαι σε ερείπια — превращаться в развалины (о здании, городе);
σωρός από ερείπια — груда развалин
-
2 ερείπιο(ν)
τό1) прям., перен. развалина;καταντώ ( — или γίνομαι) ερείπιο(ν) — превращаться в развалину (о человеке);
2) πλ. руины, развалины;μετατρέπομαι σε ερείπια — превращаться в развалины (о здании, городе);
σωρός από ερείπια — груда развалин
См. также в других словарях:
μετατρέπομαι — μετατρέπομαι, μετατράπηκα βλ. πίν. 180 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετατρέπομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρέπεσθε — μετατρέπομαι pres imperat mp 2nd pl μετατρέπομαι pres ind mp 2nd pl μετατρέπομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρέπῃ — μετατρέπομαι pres subj mp 2nd sg μετατρέπομαι pres ind mp 2nd sg μετατρέπομαι pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρέψει — μετατρέπομαι aor subj act 3rd sg (epic) μετατρέπομαι fut ind mid 2nd sg μετατρέπομαι fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατραπέν — μετατρέπομαι aor inf act (doric) μετατρέπομαι aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατραπέντα — μετατρέπομαι aor part pass neut nom/voc/acc pl μετατρέπομαι aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατραπέντων — μετατρέπομαι aor part pass masc/neut gen pl μετατρέπομαι aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρεπομένων — μετατρέπομαι pres part mp fem gen pl μετατρέπομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρεπόμενον — μετατρέπομαι pres part mp masc acc sg μετατρέπομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετατρέπει — μετατρέπομαι pres ind mp 2nd sg μετατρέπομαι pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)